- φλοκιαστός
- -ή, -όο φλοκωτός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλοκιαστός — ή, ό, Ν [φλοκιάζω] 1. φλοκωτός 2. το θηλ. ως ουσ. η φλοκιαστή φλοκάτη … Dictionary of Greek
φλοκωτός — ή, ό 1. (για υφάσματα), αυτός που έχει φλόκια (βλ. λ.), φλοκιαστός, φλοκάτος: Φλοκωτή βελέντζα. 2. το θηλ. ως ουσ., φλοκωτή η φλοκάτη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)